ναυτίας

ναυτίας
ναυτίᾱς , ναυτία
seasickness
fem acc pl
ναυτίᾱς , ναυτία
seasickness
fem gen sg (attic doric aeolic)
ναυτίᾱς , ναυτιάω
suffer from seasickness
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυτιᾷς — ναυτιάω suffer from seasickness pres subj act 2nd sg ναυτιάω suffer from seasickness pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραμαμίνη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία αντιισταμινικού φαρμάκου που χρησιμοποιείται κατά τής ναυτίας …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… …   Dictionary of Greek

  • παρυπτιώ — άω, Α (για το στομάχι) αναποδογυρίζω λόγω ναυτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑπτιάω / ὑπτιάζω «ξαπλώνω ανάσκελα, γυρίζω ανάποδα»] …   Dictionary of Greek

  • υπόηχοι — Ταλαντώσεις που διαδίνονται σε ένα ελαστικό μέσο, π.χ. αέρα, η συχνότητα των οποίων είναι χαμηλότερη από την πιο χαμηλή που μπορεί να γίνει αντιληπτή από το όργανο ακοής του ανθρώπου (16 παλμοί περίπου ανά δευτερόλεπτο). Ο ορισμός επομένως των υ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”